ξεντέρισμα
Смотреть что такое "ξεντέρισμα" в других словарях:
ξεντέρισμα — το [ξεντερίζω] 1. η αφαίρεση τών εντέρων από την κοιλιά 2. χτύπημα στην κοιλιά με μαχαίρι … Dictionary of Greek
ξεντέρισμα — το [ξεντερίζω] 1. η αφαίρεση τών εντέρων από την κοιλιά 2. χτύπημα στην κοιλιά με μαχαίρι … Dictionary of Greek